- συναιρεῖται
- συναιρέωgrasppres ind mp 3rd sg (attic epic)συναιρέωgrasppres ind mp 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολιγοπαθής — ές (Μ ὀλιγοπαθής, ές) (για πτωτικό) αυτός που συναιρείται μόνο σε μερικές πτώσεις, σε αντιδιαστολή προς το ολοπαθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + παθής (< θ. παθ , πρβλ. ἔ παθ ον αόρ. β τού πάσχω), πρβλ. ομοιο παθής] … Dictionary of Greek
συναιρώ — συναίρεσα, συναιρέθηκα, συναιρεμένος, κυρίως το παθητ., συναιρούμαι παθαίνω συναίρεση: Στο ρήμα «αγαπάω» συναιρείται το α+ω σε ω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)